δεντροφυτεύω

δεντροφυτεύω
-ευσα, δεντροφυτεμένος, φυτεύω δέντρα: Οι γύρω λόφοι δεντροφυτεύτηκαν πρόσφατα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δεντροφυτεύω — δεντροφυτεύω, δεντροφύτεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δασώνω — [δάσος] Ι. 1. δεντροφυτεύω μια περιοχή ώστε να γίνει δάσος 2. (για τόπο) γίνομαι δασώδης, γεμίζω θάμνους («έμεινε χέρσο το χωράφι και δάσωσε») 3. (για δέντρα ή θάμνους) αποκτώ πυκνό φύλλωμα («δάσωσε η τριανταφυλλιά») 4. φρ. «σαν βάτος να δασώσει… …   Dictionary of Greek

  • δενδροφυτεύω — δενδροφυτεύω, δενδροφύτευσα βλ. πίν. 19 και πρβλ. δεντροφυτεύω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”